- Υάδες
- I
Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα, έλιωσαν από τον πόνο για το θάνατο του αδελφού τους Ύαντα, που τον κατασπάραξε ένα λιοντάρι. Ως νύμφες, ανέθρεψαν τον Διόνυσο όταν ήταν βρέφος και για να τις τιμήσει ο Δίας τις μεταμόρφωσε σε αστερισμό. Κατά μια εκδοχή ονομάστηκαν έτσι από το ρήμα «ύω» (= βρέχω), γιατί, όταν φαίνονται στον ουρανό, αναγγέλλουν τον βροχερό καιρό.II(Αστρον.). Σμήνος άστρων που βρίσκεται στον αστερισμό του Ταύρου. Αποτελείται από 100 περίπου άστρα, που βρίσκονται σε απόσταση 130 ετών φωτός. Θεωρούνται άστρα που φέρνουν βροχή γιατί η θέση τους, σε σχέση με τον Ήλιο, συνδέεται με την εμφάνιση θυελλών.* * *οι / Ύάδες, αἱ, ΝΑ, και μτγντ. εν. Ὑάς, -άδος, ἡ, Α1. μυθ. νύμφες, θυγατέρες τού Άτλαντος και τής Πληιόνης, αδελφές τού Ύαντος, οι οποίες πέθαναν από λύπη για τον θάνατό του και μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε αστέρες2. σμήνος αστέρων στον αστερισμό τού Ταύρου, τών οποίων η επιτολή και η δύση συνδέθηκε από την παράδοση με την περίοδο τών βροχώννεοελλ.αστρον. ανοιχτό αστρικό σμήνος σχήματος πλάγιου V, που βρίσκεται μέσα στα όρια τού αστερισμού τού Ταύρου και αποτελεί στην πραγματικότητα τον πυρήνα ενός πιο εκτεταμένου συσσωματώματος αστέρωναρχ.1. μυθ. οι νύμφες που ανέθρεψαν τον Βάκχο2. (στη Λατινική) νεαροί θηλυκοί χοίροι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομασία τού αστερισμού αυτού, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει προέλθει από τη λ. ὗς «χοίρος» (για ανάλογες ονομ. αστερισμών προερχόμενες από ον. ζώων, πρβλ. Ἄρκτος, Ἔριφοι) με κατάλ. -άδες, πληθ. τής -άς, -άδος (πρβλ. Πλει-άδες). Ο αστερισμός ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι η διάταξη τών αστέρων που τόν αποτελούν θύμιζε την εικόνα ενός θηλυκού χοίρου περιτριγυρισμένου από τα μικρά του. Η παλαιότερη σύνδεση τής λ. με το ρ. ὕει «βρέχει», η οποία στηριζόταν στην άποψη ότι η ανατολή και η δύση τού αστερισμού αυτού συνέπιπτε μ'ε την περίοδο τών βροχών, είναι παρετυμολογική].
Dictionary of Greek. 2013.